- καίσιο
- césium
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καίσιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cs. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλκαλίων, έχει ατομικό αριθμό 55, ατομική μάζα 132,91 και ένα μόνο φυσικό σταθερό ισότοπο. Το κ. βρίσκεται στη φύση μαζί με άλλα στοιχεία σε… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
αλκάλια — Τα υδροξείδια του καλίου και του νατρίου, γενικότερα όμως είναι και υδροξείδια που παράγονται από το λίθιο, το καίσιο και το ρουβίδιο … Dictionary of Greek
αλκαλικά μέταλλα — Ομάδα χημικών στοιχείων (η 1η του περιοδικού συστήματος). Περιλαμβάνει το λίθιο, το νάτριο, το κάλιο, τορουβίδιο και το καίσιο … Dictionary of Greek
ισόμορφοι κρύσταλλοι — Στερεά κρυσταλλικά σώματα που παρουσιάζουν μεγάλες αναλογίες όσον αφορά τις κρυσταλλικές τους μορφές και τη χημική τους σύσταση, και τα οποία μπορούν να σχηματίσουν μια σειρά από στερεά διαλύματα ή μεικτούς κρυστάλλους (συγκρυστάλλωση).… … Dictionary of Greek
Κίρχοφ, Γκούσταφ Ρόμπερτ — (Gustav Robert Kirchhoff, Κένιξμπεργκ [σημερινό Καλίνινγκραντ] 1824 – Βερολίνο 1887). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, με τον φυσικό Νόιμαν και τον μαθηματικό Γιάκομπι. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
κύτταρο, φωτοηλεκτρικό — Όργανο βασιζόμενο στην ιδιότητα που έχουν κάποια μέταλλα να εκπέμπουν ηλεκτρόνια (φωτοηλεκτρισμός), όταν δέχονται κατάλληλη ηλεκτρομαγνητική (φωτεινή) ακτινοβολία. Τα φ.κ. κενού αποτελούνται από μια γυάλινη αμπούλα, στην οποία έχει… … Dictionary of Greek
Μπούνσεν, Ρόμπερτ Βίλχελμ φον- — (Robert Wilhelm von Bunsen, Γκέτινγκεν 1811 Χαϊδελβέργη 1899). Γερμανός χημικός. Ονομάστηκε υφηγητής στο Γκέτινγκεν (1833) και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κάσελ Μάρμπουργκ, Μπρεσλάου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη. Ήταν ικανότατος… … Dictionary of Greek
στυπτηρίες — Χημικές ενώσεις που το μόριο τους αποτελείται από ένα μόριο θειικού αργίλιου (AL2[SO4]3), ένα μόριο θειικού καλίου (K2SO4) και 24 μόρια νερού (Η2Ο). Όταν παρουσιάζεται στην υαλώδη μορφή του, ονομάζεται «στυπτηριάτης λίθος». Χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek